ἄνθρωπος

ἄνθρωπος
ἄνθρωπος, , [dialect] Att. crasis ἅνθρωπος, [dialect] Ion. ὥνθρωπος, for ὁ ἄνθρ-:—
A man, both as a generic term and of individuals, Hom. etc., opp. gods,

ἀθανάτων τε θεῶν χαμαὶ ἐρχομένων τ' ἀνθρώπων Il.5.442

, etc.; πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων the men of the east or of the west, Od.8.29; even of the dead in the Isles of the Blest, ib.4.565;

κόμπος οὐ κατ' ἄνθρωπον A.Th.425

, cf. S.Aj.761.
2 Pl. uses it both with and without the Art. to denote man generically,

ὁ ἄ. θείας μετέσχε μοίρας Prt.322a

;

οὕτω . . εὐδαιμονέστατος γίγνεται ἄ. R.619b

, al.; ὁ ἄ. the ideal man, humanity,

ἀπώλεσας τὸν ἄ., οὐκ ἐπλήρωσας τὴν ἐπαγγελίαν Arr.Epict.2.9.3

.
3 in pl., mankind,

ἀνθρώπων . . ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν Il.9.134

;

ἐν τῷ μακρῷ . . ἀνθρώπων χρόνψ S.Ph.306

; ἐξἀνθρώπων γίγνεσθαι depart this life, Paus.4.26.5
, cf. Philostr.VA8.31.
b joined with a [comp] Sup. to increase its force,

δεινότατον τῶν ἐν ἀνθρώποις ἁπάντων D.53.2

; ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ the best quail in the world, Pl.Ly.211e; freq. without a Prep., μάλιστα, ἥκιστα ἀνθρώπων, most or least of all, Hdt.1.60
, Pl.Lg.629a, Prt.361e; ἄριστά γ' ἀ., ὀρθότατα ἀ., Id.Tht.148b, 195b, etc.
c τὰ ἐξ ἀνθρώπων πράγματα 'all the trouble in the world', ib.170e;

γραφὰς τὰς ἐξ ἀνθρώπων ἐγράφετο Lys.13.73

;

αἱ ἐξ ἀνθρώπων πληγαί Aeschin.1.59

;

πάντα τὰ ἐξ ἀνθρώπων κακὰ ἔλεγε D.C.57.23

.
4 joined with another Subst., like ἀνήρ, ἄ. ὁδίτης Il.16.263;

πολίτας ἀ. D.22.54

; with names of nations,

πόλις Μερόπων ἀνθρώπων h.Ap.42

; in [dialect] Att. freq. in a contemptuous sense, ἄ. ὑπογραμματεύς, ἄ. γόης, ἄ. συκοφάντης, Lys.30.28, Aeschin.2.153,183;

ἄ. ἀλαζών X.Mem.1.7.2

;

ἄ. ὑφάντης Pl.Phd.87b

;

Μενίππου, Καρός τινος ἀνθρώπου D.21.175

;

ἄ. βασιλεύς Ev.Matt.22.2

.
5 ἅνθρωπος or ὁ ἄνθρωπος alone, the man, the fellow, Pl.Prt.314e, Phd.117e; ὡς ἀστεῖος ὁ ἄ., with slight irony, ib.116d, al.; with a sense of pity, D.21.91.
6 in the voc. freq. in a contemptuous sense, as when addressed to slaves, etc., ἄνθρωπε or

ὤνθρωπε

sirrah! you sir!

Hdt.3.63

,8.125, and freq. in Pl., but in Trag. only S.Aj.791,1154; simply, brother, POxy.215.1, Diog.Oen. 2.
7 slave,

ἂν ἄ. ᾖ Philem.22

;

ἄ. ἐμός Gal.14.649

; ὁ ἄ. τῆς ἁμαρτίας or

ἀνομίας 2 Ep.Thess.2.3

;

ἄ. τοῦ Θεοῦ

1 Ep.Tim.

6.11

; but τιθέναι τινὰ ἐν ἀνθρώποις make a man of, of a freed slave, Herod.5.15.
8 ἄ. ἄ. any one, Hebraism in LXX Le.17.3 (cf. ἀνήρ VI.8); ἄ. like Germ. man 'one', 1 Ep.Cor.4.1,al.
9 Medic., name of a plaster,

ἡ διὰ σάνδυκος ἄ. καλουμένη Aët.15.43

.
II as fem., woman, Pi.P.4.98, Hdt.1.60, Isoc.18.52, Arist.EN1148b20; contemptuously, of female slaves, Antipho1.17, Is.6.20, etc.; with a sense of pity, D.19.197.—Prop. opp. θηρίον, cf. ἀνήρ; but opp. γυνή, Aeschin.3.137;

ἀπὺ ἀνθρώπου ἕως γυναικός LXX 1 Es.9.40

, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἅνθρωπος — ἄνθρωπος , ἄνθρωπος man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθρωπος — man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — ο 1. θηλαστικό που ανήκει στα πρωτεύοντα, δίχειρο, προικισμένο με νόηση (λογικό) και έναρθρο λόγο: Ο άνθρωπος παρουσιάστηκε στη Γη σχεδόν πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια. 2. το ανθρώπινο γένος: Ο άνθρωπος έχει μακριά ιστορία πάνω στη Γη. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἄνθρωπος ζῶον ἄπτερον. — ἄνθρωπος ζῶον ἄπτερον. См. Человек животное двуногое, бесперое …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. — ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. См. Тишком где склизко …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἄνθρωπος φύσει ζῶον πολιτικόν. — ἄνθρωπος φύσει ζῶον πολιτικόν. См. Человек рожден к общежитию и дружбе …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Νεάντερταλ, άνθρωπος του- — (Νeanderthal). Απολιθωμένος παλαιοάνθρωπος του μέσου πλειστοκαίνου. Το 1856, στη μικρή κοιλάδα Νεάντερταλ, ανάμεσα στις πόλεις Ντίσελντορφ και Έλμπερφελντ (Δυτική Γερμανία), μερικοί εργάτες βρήκαν μια κρανιακή κάψα και μερικά οστά ενός ανθρώπινου …   Dictionary of Greek

  • Ροδεσίας, άνθρωπος της- — Όνομα που έχει δοθεί σε απολιθωμένα λείψανα (ένα κρανίο από το οποίο λείπει η κάτω γνάθος), τα οποία βρέθηκαν το 1921 σε μια σπηλιά κοντά στα ορυχεία ψευδάργυρου του Μπρόουκεν Χιλ στη Ροδεσία. Ο άνθρωπος της Ροδεσίας είναι δύσκολο να καθοριστεί… …   Dictionary of Greek

  • Σανσελάντ, άνθρωπος του- — Απολιθωμένος τύπος ανθρώπου του ανώτερου παλαιολιθικού. Το 1888, δύο Γάλλοι αρχαιολόγοι, οι Φω και Αρντύ, εκτελώντας ανασκαφές κάτω από ένα βραχώδες καταφύγιο στην περιοχή του χωριού Σανσελάντ (Γαλλία), βρήκαν έναν ανθρώπινο σκελετό σ’ ένα στρώμα …   Dictionary of Greek

  • Ὤρος ὄρει οὐ μίγνυται, ἄνθρωπος δ’ἀνθρώπῳ. — См. Гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдется …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”